«Ω Αθήνα, πρώτη χώρα, τι γαϊδάρους τρέφεις τώρα!»

Στιγμιότυπο από τη γέννηση των νέων Αθηνών το 1834

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Πολλές συζητήσεις και άφθονο μελάνι έχει χυθεί για την προέλευση του διστίχου που αναφέρεται στον τίτλο του σημερινού σημειώματός μας. Οι περισσότεροι αποδίδουν την γέννησή του στον Γεώργιο Σουρή και όπως συνήθως οι ανακρίβειες και οι αστικοί μύθοι, διαδέχονται οι πρώτες τους δεύτερους και τούμπαλιν. Εν προκειμένω μέχρι και τραγούδι έγινε, «Το τραγούδι της πλατείας» που ερμήνευσε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, αποδίδοντάς το στον δύσμοιρο Γ. Σουρή, στον οποίο όμως ανήκουν μόνο τρεις στροφές. Ωστόσο τα πλήθη εκστασιάζονται και ο (πολιτικός) στόχος επιτυγχάνεται.

Ο μόνος που ασχολήθηκε σοβαρά με το δίστιχο αυτό είναι ο Νίκος Σαραντάκος, παραπέμποντας στις πηγές[1]. Για να εντοπίσουμε δε την πρώτη γραπτή αναφορά πρέπει να ανατρέξουμε στο 1834, όταν η Ελλάδα εξερχόταν από τον δεκαετή πόλεμο, τις εμφύλιες συγκρούσεις και τις κοινωνικές ανακατατάξεις. Τότε που ο βασιλιάς Όθωνας εγκαθιστούσε την έδρα του βασιλείου του στην Αθήνα. Η πόλη είχε περίπου 7.000 κατοίκους και οι γηγενείς ασχολούντο κατά κύριο λόγο με την αγροτική ζωή[2]. Ήταν μία μικρή βαλκανική πόλη η Αθήνα, η οποία καλείτο να φέρει το δυσανάλογο βάρος της ιστορίας της.

 

Η πόλη των Αθηνών (1834). Έργο του Γερμανού ζωγράφου Καρλ Ρότμαν
(1797-1850).

Αθήνα 1834

Στο εκδιδόμενο στο Μόναχο Γερμανικό Γεωγραφικό και Εθνολογικό περιοδικό Das Ausland («Ξένες Χώρες») της 5ης Ιουλίου 1834, περιγράφεται η πόλη των Αθηνών με διπλή ματιά: «Απ’ έξω και απ’ την Αγορά την περιβάλλουν μνημεία και ναοί, από τον Παρθενώνα έως τις παλιές στοές, ανάμεσα στα οποία στέκουν οι χαμηλές καλύβες και οι φτωχικές αυλές των κατοίκων»[3]. Ο επισκέπτης που περιγράφει στέκεται στην Ακρόπολη, βλέπει το φως να πέφτει στα μάρμαρα και παρατηρεί την αντίθεση ανάμεσα στο ένδοξο παρελθόν και το φτωχό παρόν.

Η γη εντός και γύρω από την Αθήνα είχε ήδη γίνει πεδίο εκμετάλλευσης. Από τις πρώτες μέρες μετά την απελευθέρωση, οικόπεδα και αρχαία άλλαζαν χέρια, άλλοτε ως λεία πολέμου, άλλοτε ως «επενδυτικές ευκαιρίες» που υπόσχονταν κέρδη. Κυρίως ξένοι κερδοσκόποι αλλά και εύποροι Έλληνες του εξωτερικού, συναγωνίζονταν να εξασφαλίσουν τεμάχια γης γύρω από την Αγορά και τις συνοικίες της Ακροπόλεως. Το αποτέλεσμα ήταν να σχηματιστεί ένας άναρχος ιστός, όπου τα ερείπια της αρχαιότητας συνυπήρχαν με πρόχειρες οικοδομές.

Μαρτυρίες

Οι μαρτυρίες της εποχής συμπληρώνουν την εικόνα. Ο Γερμανός ζωγράφος Ferdinand Stademann που πέρασε από την Αθήνα το 1835 σημείωνε: «Η νέα Αθήνα έχει λίγα πέτρινα σπίτια∙ οι περισσότεροι μένουν σε πλίνθινα καλύβια. Στις πλατείες οι γυναίκες ψήνουν ψωμί σε υπαίθριους φούρνους, ενώ στο βάθος λάμπει ο Παρθενώνας»[4].

Ο περίφημος Λουδοβίκος Ross, ο πρώτος Έφορος Αρχαιοτήτων της Ελλάδας, περιγράφει το 1835: «Η νέα πρωτεύουσα δεν είναι παρά ένας πυρήνας γύρω από την Ακρόπολη, με στενούς δρόμους και μικρές αυλές. Όμως βλέπει κανείς εργάτες να σκάβουν, να σχεδιάζουν, να κτίζουν∙ βλέπει κανείς την ελπίδα»[5].

Ακόμη και στα χρόνια του, ο ασταθής και είρωνας Edmοnd About, έγραφε ότι «Η Αθήνα είναι ένα χωριό με δύο τρεις ωραίες λεωφόρους. Όλα γύρω είναι πέτρες, ερείπια και μισογκρεμισμένα σπίτια[6]. Και πάνω απ’ όλα αυτά, ο Παρθενώνας, με όλο του το μεγαλείο, κυριαρχεί σαν σύμβολο ενός λαού που ακόμα ψάχνει τον δρόμο του».

Ανέτοιμη

Η Αθήνα του 1834 δεν ήταν έτοιμη να γίνει πρωτεύουσα. Δεν υπήρχαν αρκετά δημόσια κτίρια, ούτε οργανωμένο δίκτυο υδρεύσεως, ούτε δρόμοι ικανοποιητικοί για τις ανάγκες. Παρ’ όλα αυτά, η απόφαση είχε ληφθεί. Στους πρόποδες της Ακροπόλεως θα κτιζόταν το μέλλον. Οι Βαυαροί  τεχνοκράτες που συνόδευαν τον νεαρό βασιλιά Όθωνα έστειλαν εκθέσεις όπου ανέφεραν την ανάγκη για γρήγορες απαλλοτριώσεις και πολεοδομικά σχέδια.

Σε μία εξ αυτών διαβάζουμε: «Οι Έλληνες, κουρασμένοι από τον πόλεμο, έχουν πεισθεί πως η Αθήνα θα γίνει πρωτεύουσα∙ όμως ακόμη λείπει η τάξη, οι δρόμοι, το νερό. Οι ξένοι γελούν με το χάος∙ κι όμως είναι βέβαιο πως σε λίγο θα δούμε ένα καινούργιο άστρο να ανατέλλει εδώ»[7].

Οι κάτοικοι καλούντο να προσαρμοστούν. Οικόπεδα απαλλοτριώνονταν, οι τιμές εκτοξεύονταν, και η γη που αποτελούσε ήδη αντικείμενο κερδοσκοπίας, έπρεπε να αποδώσει και άλλα. Οι νέες αρχές απαιτούσαν περισσότερα από όσα η πόλη μπορούσε να προσφέρει. Να στεγάσει το σύνολο της κρατικής μηχανής, να εξασφαλίσει χώρους για πρεσβείες και διπλωματικές αντιπροσωπείες και να φιλοξενήσει εργάτες και στρατιώτες.

Από αυτή την πίεση γεννήθηκαν οι πρώτες πολεοδομικές αντιθέσεις. Η εικόνα που περιγράφει το περιοδικό Das Ausland αποτυπώνει ακριβώς αυτή την αντίφαση: «Οι αρχαιότητες στέκουν αγέρωχες, αλλά γύρω τους αναδύεται μια σύγχρονη, άναρχη πόλη. Και τότε εμφανίζεται εκείνη η φράση, σαν σχόλιο για την εποχή: «Ω Αθήνα, πρώτη χώρα, τι γαϊδάρους τρέφεις τώρα!»[8].

Το περιοδικό Das Ausland (1834) και το αναφερόμενο δίστιχο.

Το νόημα

Στο άρθρο του Das Ausland η φράση παρατίθεται ως παροιμιώδης, άρα προϋπάρχουσα και γνωστή ήδη στην Ευρώπη. Χρησιμοποιείται για να σχολιάσει με σαρκασμό το χάσμα ανάμεσα στη δόξα της αρχαίας πόλης και την κατάσταση των τότε κατοίκων της. Οι συγγραφείς της εποχής δεν το γράφουν από περιφρόνηση αλλά από απογοήτευση. Ήθελαν να δουν στην Αθήνα μια νέα πνευματική μητρόπολη, και αντίκρισαν μια μικρή πόλη που αγωνιζόταν να σταθεί στα πόδια της.

Ο John Cam Hobhouse, ήδη από την εποχή του Βύρωνος, είχε γράψει κάτι που θα μπορούσε να συνοψίσει την ίδια διάθεση: «Μια πόλη μισοκατοικημένη, όπου τα ερείπια γειτονεύουν με τα φτωχικά σπίτια των κατοίκων της»[9]. Δηλαδή η φράση ενσωματώνει τα σχόλια όλων αυτών των ταξιδιωτών και λογίων που έβλεπαν πως η Αθήνα καλείτο να ξαναγίνει κάτι που κάποτε υπήρξε, αλλά το παρόν της δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες.

Απαιτήσεις

Η επιλογή των Αθηνών ως πρωτευούσης ήταν μια πρόκληση χωρίς προηγούμενο. Η πόλη -η οποία δεν διέθετε τις κατάλληλες υποδομές- κλήθηκε να ανταποκριθεί, εντός ελαχίστου χρονικού διαστήματος, στις ανάγκες μιας σύγχρονης με την εποχή ευρωπαϊκής πόλεως. Αυτό όμως ήταν ανέφικτο και αναδύθηκε πλήθος προβλημάτων.

Τα κυριότερα εξ αυτών περιγράψαμε στην εργασία μας «Αθηναϊκή Μετοικεσία» και ήταν συνυφασμένα αφενός με τα ζητήματα γης και αφετέρου με την αστυφιλία. Εξάλλου, η εφαρμογή των σχεδίων και οι απαλλοτριώσεις συχνά δημιουργούσαν συγκρούσεις, ενόσω οι τιμές οικιών και οικοπέδων βρέθηκαν σε επίπεδα που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματική αξία. Οπότε η Αθήνα βρέθηκε να ζει την αρχή της ως πρωτευούσης, σε μια δίνη προσδοκιών και συμφερόντων.

Βλέμμα ξένων

Οι ξένοι, οι οποίοι τόσο συχνά επισκέπτονταν την Αθήνα στα πρώτα της βήματα, αποτύπωναν με γλαφυρότητα την αντίφαση και τις περισσότερες φορές απογοητεύονταν διότι δεν συναντούσαν την εικόνα που είχαν στη σκέψη τους. Οπότε στο περιοδικό Das Ausland γράφεται ότι η Αθήνα «φέρνει στην ψυχή του επισκέπτη τη συγκίνηση της ιστορίας» και αμέσως μετά τον απογοητεύει με την έλλειψη οργάνωσης και προοπτικής.

Εξάλλου, σκίτσα έδειχναν γυναίκες να ψήνουν ψωμί σε ανοικτούς φούρνους ενώ στο βάθος υψώνονταν οι κίονες του Παρθενώνος ενώ ο Ross έκανε λόγο για στενούς δρόμους αλλά και την «ελπίδα» για την πόλη που κτιζόταν[10]. Αυτές οι μαρτυρίες συνέθεταν μια εικόνα ζωντανή. Η Αθήνα, η μικρή ακόμη πόλη, ήταν ταυτοχρόνως και σύμβολο παγκόσμιας ιστορίας. Μια πόλη που αναγκάσθηκε να δώσει περισσότερα από όσα μπορούσε, για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας νέας εποχής.

Διαχρονικό μήνυμα

Η περίφημη φράση που καταγράφει το Das Ausland «Ω Αθήνα, πρώτη χώρα, τι γαϊδάρους τρέφεις τώρα!» διατηρεί την ειρωνικότητά της, ταυτοχρόνως όμως γίνεται διαχρονικό στιγμιότυπο της ιστορίας. Εκφράζει το παράπονο μιας πόλεως που φιλοξενούσε πλήθος αναξιοπαθούντων Ελλήνων αγωνιστών και οικογενειών των οποίων οι ιδιαίτερες πατρίδες είχαν παραμείνει στον τουρκικό ζυγό. Αυτή η πόλη καλείτο να ξαναβρεί την αίγλη της, ενώ οι ανάγκες και οι απαιτήσεις της νέας πρωτεύουσας την ξεπερνούσαν. Η Αθήνα του 1834 ήταν ένα τοπίο γεμάτο σκόνη και δόξα, μια πόλη που κουβαλούσε το χθες και προσπαθούσε να χτίσει το αύριο.

Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Εστία» 21 Ιουλίου 2025.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

H εικόνα των Αθηνών πριν από δύο αιώνες

ΠΟΛΗ

Μεταβείτε στο άρθρο: H εικόνα των Αθηνών πριν από δύο αιώνες

Η άγνωστη πρώτη απογραφή του ελεύθερου Ελληνικού Βασιλείου

ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ

Μεταβείτε στο άρθρο: Η άγνωστη πρώτη απογραφή του ελεύθερου Ελληνικού Βασιλείου

«Ήθελα να δω τα (αρχαία) ερείπια της Ελλάδος και είδα την Ελλάδα σε ερείπια»

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ

Μεταβείτε στο άρθρο: «Ήθελα να δω τα (αρχαία) ερείπια της Ελλάδος και είδα την Ελλάδα σε ερείπια»