Ο «μυθιστορηματικός» βίος του καλλιτέχνη Νικολάου Μπίρκου!

Πώς έγινε ο αγαπημένος φωτογράφος των Αθηναίων 

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς 

 

O Νικόλαος Μπίρκος, σε πρωτότυπη φωτογραφία του 1900 με θέμα: «Ο Μπίρκος γελών και κλαίων».

 

Ο βίος του ένα πραγματικό μυθιστόρημα, το κέφι του για δημιουργία ατελείωτο, η ευρηματικότητά του μοναδική, οι μποέμικες συνήθειές του ιστορικές, όπως και οι καλλιτεχνικές τάσεις του. Πρόκειται για τον Νικόλαο Μπίρκο (1854-1924), για τη ζωή του οποίου δεν θα γνωρίζαμε τίποτα εάν δεν την είχε καταγράψει ο ακάματος ερευνητής Άλκης Ξανθάκης. Καταγόμενος από τη Λακωνία, ξεκίνησε ως «ελληνοράπτης», δηλαδή έραβε φουστανέλες, συνέχισε ως ταχυδακτυλουργός, κορνιζάς, ηθοποιός, ενεπλάκη σε υπόθεση παραχάραξης, αναδείχθηκε σε έναν από τους σημαντικούς φωτογράφους της εποχής του για να καταστραφεί εκ νέου οικονομικά, να φυλακιστεί και να τελειώσει άδοξα η καριέρα του ως φωτογράφος αλλά και η ζωή του.

Πρωτοπόρος φωτογράφος

Ως φωτογράφος βρέθηκε να εργάζεται στην Ιταλία και για σύντομο χρονικό διάστημα στη Σπάρτη, πριν εγκατασταθεί με την Ιταλίδα γυναίκα του και τον αδελφό της στην Πάτρα. Εκεί θα αφήσει έντονα τα ίχνη του στην τοπική κοινωνία. Προϊόντα της τέχνης του φυλάσσονται στο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ. Το 1889 εμπλέκεται σε υπόθεση παραχάραξης χαρτονομισμάτων. Παραμένει στην Πάτρα, όπου αναπτύσσει τις εργασίες του με ιδιαίτερη επιτυχία και συνεταιρίζεται με ακόμη δύο φωτογράφους της πόλης. Το 1895 φτάνει στην Αθήνα όπου δημιουργεί το «Φωτογραφείον ο Παρθενών» στην οδό Σταδίου.

Ανοιχτόκαρδος χαρακτήρας και μποέμ, διαφημίζεται από τις εφημερίδες και το φωτογραφείο του κερδίζει τις εντυπώσεις. Δημιουργεί ευρύ κύκλο γνωριμιών, συνεργάζεται με σπουδαίους ζωγράφους και αναπτύσσει εξαιρετικές δραστηριότητες, ενώ πάντα έχει στραμμένο το βλέμμα και σε εκείνους που υποφέρουν. Το 1901 συμμετέχει με δικό του άρμα στις αποκριάτικες εκδηλώσεις, ενώ την επόμενη χρονιά τον βρίσκουμε να μοιράζει 2.500 δραχμές σε φτωχές οικογένειες. Ήταν η εποχή που οι εφημερίδες έγραφαν πως ο Μπίρκος «είναι ο καλλιτέχνης μας φωτογράφος, καθ’ όλην την σημασίαν της λέξεως και οι ζωγράφοι τον έχουν μη βρέξει και μη στάξει».

Διαφημιστική καταχώριση (1898).

«Χαϊδεμένος καλλιτέχνης»

Η συνεργασία του με τον ζωγράφο Νικ. Λύτρα τον έκανε περιζήτητο. Στη βιτρίνα του φωτογραφείου του φιγουράριζαν φωτογραφημένα τοπία, τα οποία θεωρούνταν μοναδικά. Επίσης, ήταν εξαιρετικός πορτρετίστας και τεκμήρια σώζονται σε πλήθος αρχείων. Από το 1895 ο Ν. Μπίρκος μεταφέρθηκε στην οδό Αιόλου, δίπλα από το κτίριο της Εθνικής Τραπέζης. Η καθιέρωσή του στην αθηναϊκή κοινωνία φαίνεται από δημοσίευμα εφημερίδας του Νοεμβρίου 1895 που έγραφε ότι «οι διαβάται της οδού Αιόλου αδύνατον να μη σταματήσουν εις την παραπλεύρως της Εθνικής Τραπέζης μεγάλην θύραν, έσωθεν της οποίας θα τους προσελκύση η θαυμασία φωτογραφική πινακοθήκη του κ. Μπίρκου. Ο καλλιτέχνης αυτός φωτογράφος, ο Παναθήναιος Μπίρκος πρέπει να καυχάται ότι κατέχει μόνον το ιδιάζον εκείνο style εις την φωτογραφίαν, με το οποίον φιγουράρουν όλα τα έργα του».

Ποινή φυλάκισης ενός χρόνου λόγω χρεών!

Έχοντας κατορθώσει να είναι ο «χαϊδεμένος φωτογράφος των καλλιτεχνών», έβρισκε πάντα τρόπους να προσελκύει το κοινό. Όπως το γεγονός ότι ήταν ο πρώτος που τύπωνε τις φωτογραφίες σε φυσικό μέγεθος ή ο πρώτος που εισήγαγε την άμεση εξυπηρέτηση των πελατών. Τότε, όποιος φωτογραφιζόταν έπρεπε να περιμένει μέρες για να παραλάβει τη φωτογραφία του. Ο Μπίρκος καθιέρωσε να παραδίδει τις φωτογραφίες στην αρχή εντός μίας ώρας και στη συνέχεια εντός 10 λεπτών! Αλλά δεν έμελε να ευτυχήσει το φωτογραφείο του Μπίρκου στην Αθήνα. Η γυναίκα του έπεσε θύμα απάτης και δολοπλοκίας, την οποία κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο Ν. Μπίρκος που βρέθηκε έναν χρόνο στη φυλακή για χρέη. Όταν αποφυλακίστηκε, προσπάθησε να συνεχίσει ανοίγοντας νέο φωτογραφείο στην οδό Σοφοκλέους. Ήταν ήδη κοντά εξήντα και η προσπάθειά του δεν στέφθηκε με επιτυχία.