ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΜΑΝΣΟΝ (1921)

του Παύλου Νιρβάνα

Κορίτσι με μανσόν. Πίνακας Francesc Masriera (1842-1902).

Ήτον ένα βαρύτιμον μανσόν. Γνωστοτάτη Αθηναία κυρία, εξελθούσα αργά κάποιο βράδυ από το σπίτι της αδελφής της, -ήτον η ημέρα της περιφήμου απεργίας, κατά την οποίαν η κίνησις και το φως της πόλεως είχαν πάθει κεραυνοβόλον αποπληξίαν- είχε συμπαραλάβει, επί επιστροφή, και το αδελφικόν αυτό όπλον κατά της βραδυνής δροσιάς. Όταν ευρέθη εις το θεοσκότεινον δρόμον, επήρεν ένα μόνιππον διά να την μεταφέρη εις το σπίτι της, κείμενον εις μίαν των τελευταίων παρόδων της οδού Φιλελλήνων προς το Ζάππειον.

-Τράβα στο Ζάππειον! Διέταξε τον αμαξάν.

Ο αμαξάς, συμμορφωθείς προς την δοθείσαν κατεύθυνσιν, έκαμψε την λεωφόρον Αμαλίας, διευθυνόμενος προς το Ζάππειον. Όταν έφθασεν εις την πάροδον, όπου κατοικούσεν η κυρία, έλαβε την διαταγήν να στρέψη. Ένα αυτοκίνητον όμως, ερχόμενον αντιθέτως, και μία άλλη άμαξα σταματημένη εις την γωνίαν ανέκοψαν τον δρόμον του μονίππου. Η κυρία, βιαστική να επιστρέψη εις το σπίτι της, από το οποίον δεν την εχώριζαν παρά ολίγα πλέον βήματα, εθεώρησε περιττόν να περιμένη την λύσιν της πολιορκίας. Επλήρωσε λοιπόν τον αμαξάν και κατέβη. Όταν έφθασεν εις το σπίτι της, αντελήφθη ότι είχε ξεχάσει το αδελφικόν μανσόν εις το αμάξι. Περί αυτού ήτο βεβαία. Αλλά πού να ευρεθή πλέον ο αμαξάς; Μήπως τουλάχιστον είχε σταματήσει εις την θύραν της, ώστε, αν κατά σύμπτωσιν ετύχαινε τίμιος άνθρωπος, να της το επιστρέψη; Το βαρύτιμον μανσόν εθεωρήθη επομένως απολεσθέν οριστικώς, αφού και οι σχετικαί ενέργειαι, που έγιναν την επομένην, δεν κατέληξαν εις κανέν αποτέλεσμα. Επί τέλους, εις τας Αθήνας δεν υπάρχουν δέκα αμάξια μόνον, και ένας αμαξάς, ο οποίος τον έναν αφίνει και τον άλλον παίρνει, δεν ημπορεί να είνε υπεύθυνος διά τα πράγματα που λησμονούνται εις το αμάξι του.

Απαρηγόρητος η ατυχής κυρία, τόσον περισσότερον διότι επρόκειτο περί αγαπητής αδελφής, την οποίαν δεν ήθελε να πικράνη, εγύρισε την επομένην όλα τα καταστήματα των Αθηνών διά να εύρη το όμοιον εντελώς μανσόν και να καλύψη την απώλειαν. Πουθενά όμως δεν ευρήκεν. Επί τέλους, κάποιος έμπορος ανέλαβε να της προμηθεύση το όμοιόν του, υπολογίσας την αξίαν του εις χιλίας διακοσίας δραχμάς. Και η παραγγελία εδόθη, με την εντολήν το μανσόν να φθάση ταχυδρομικώς και το ταχύτερον.

Είχαν περάσει αρκετές ημέρες από τότε, ότε, ένα βράδυ πάλιν, η κυρία, που εκρατούσεν εν τω μεταξύ μυστικόν το πράγμα από την αδελφήν της, επήρεν από την Ομόνοιαν ένα μόνιππον διά να μεταβή εις το σπίτι κάποιας φίλης της, εις την οδόν Ηπείρου. Καθ’ οδόν όμως η κυρία είχεν αρχίσει ν’ ανησυχή από την διαγωγήν του αμαξά. Ο αυθάδης αυτός, κάθε δύο λεπτά, εγύριζεν από το κάθισμά του και την εκύτταζεν ασκαρδαμυκτί, ως να της έκαμνε τα γλυκά μάτια. Και, το χειρότερον, αντί ν’ ακολουθήση την ευθείαν οδόν, την ωδηγούσεν από διάφορα μυστηριώδη στενά.

-Επί τέλους, για ποια με παίρνει αυτός ο παληάνθρωπος; είπεν από μέσα της. Και, τρομοκρατημένη, διέταξε τον αμαξάν να σταματήση, προτιμήσασα να εξακολουθήση πεζή τον δρόμον της.

-Κυρία μου, της είπεν ευγενέστατα ο αμαξάς, την στιγμήν που τον επλήρωνε, δεν είσθε του λόγου σας, που σας επήγα ένα βράδυ στο Ζάππειον;

Αι τρομεραί υπόνοιαι της κυρίας ενισχύθησαν. Τι εννοούσεν, επί τέλους, ο αυθάδης αυτός με την ερώτησίν του; Μήπως την εσύνχυζε με καμμίαν παξιμαδό; Ή εζητούσε με τρόπον αφορμήν κουβέντας; Και πώς την εκύτταζε! Την έτρωγε με τα μάτια του, μέσα εις τον φωτεινόν τομέα του φαναριού του μονίππου του. Η κυρία άρχισε να τρέμη:

-Δεν ξέρω τι μου λες! του είπε. Εγώ δεν πήγα ποτέ μου στο Ζάππειον.

Και, πράγματι, δεν ενθυμείτο ότι είχε σταματήσει εκείνο το βράδυ εις το Ζάππειον.

-Και όμως μου φαίνεται πως του λόγου σας ήσαστε, κυρία μου! επέμεινεν ο αμαξάς. Για σκεφθήτε λιγάκι.

Η μνήμη της κυρίας εφωτίσθη αιφνιδίως.

-Αλήθεια! είπε. Επήγα ένα βράδυ.

-Το βράδυ της απεργίας.

-Ακριβώς, Κ’ έχασα και το μανσόν μου…

Ο αγαθός και τίμιος άνθρωπος ανεπήδησεν.

-Αμ’ γι’ αυτό σας κυττάω τόσην ώραν, κυρία μου.

-Γι’ αυτό μ’ εκύτταζες λοιπόν, καϋμένε;

-Γι’ αυτό βέβαια. Ήθελα να σας συνεφέρω. Εδώ τώχω το μανσόν σας.

Ανεσήκωσε το κάλυμμα του καθίσματός του και ανέσυρε το αποπλανηθέν μανσόν τυλιγμένον επιμελώς εις μίαν εφημερίδα.

Η κυρία μόνον που δεν ενηγκαλίσθη από τον ενθουσιασμόν της τον τίμιον άνθρωπον, που ολίγον προτήτερα της είχε κόψει το αίμα με τα ανεξήγητα βλέμματά του. Τον εφιλοδώρησε με όσα χρήματα εκρατούσεν επάνω της και ξαναμπήκε με εμπιστοσύνην πλέον εις το μόνιππόν του διά να εξακολουθήση το δρομολόγιόν της.

Το συμπέρασμα είνε ότι, είτε άνθρωπος είσαι είτε άψυχον, «αν έχης τύχη διάβαινε και ροιζικό περπάτει!».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Η ιστορία των κορσέδων που βασάνιζαν τις γυναίκες

ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ - ΚΑΛΛΩΠΙΣΜΟΣ

Μεταβείτε στο άρθρο: Η ιστορία των κορσέδων που βασάνιζαν τις γυναίκες

Η γέννηση και η απαξίωση του… ψηλού, βασανιστικού κολάρου!

ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ - ΚΑΛΛΩΠΙΣΜΟΣ

Μεταβείτε στο άρθρο: Η γέννηση και η απαξίωση του… ψηλού, βασανιστικού κολάρου!