Ο μποέμ δημοσιογράφος Απόστολος Βασιλειάδης

Αγαπούσε τις νυκτερινές διασκεδάσεις

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

 

Σπάνια φωτογραφία του Απόστολου Βασιλειάδη (Ντόλη Νίκβα).

Τον απόλυτο ορισμό του μποέμ εκπροσώπησε ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Ντόλης Νίκβας, όπως ήταν το φιλολογικό ψευδώνυμο του λογοτέχνη Απόστολου Βασιλειάδη. Γεννημένος το 1903 στη Μάκρη της Μικράς Ασίας από εύπορη οικογένεια αποφοίτησε από την Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης και στην αρχή ασχολήθηκε με το εμπόριο. Τα πρώτα κείμενά του δημοσιεύθηκαν σε έντυπα της Σμύρνης. Στην εφημερίδα «Θάρρος» και στα περιοδικά «Νέα Ζωή» και «Τέχνη» (1921). Η οικογένειά του τον έστειλε για οικονομικές σπουδές στη Γερμανία αλλά εκείνος ακολούθησε τα κελεύσματα της ψυχής του. Ασχολήθηκε με τα γράμματα και όλα τα είδη του λόγου.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και προσέλκυσε τα βλέμματα των Ελλήνων διανοουμένων. Γράφοντας μυθιστορήματα, δράματα και ποιήματα κατέλαβε γρήγορα τη θέση του στην πνευματική ζωή της πρωτεύουσας. Απασχόλησε όμως τα κοινωνικά δρώμενα με τον μποεμισμό και την ευγένεια της ψυχής του. Λάτρευε το ξενύχτι και τις διασκεδάσεις μέχρι σημείου καταχρήσεως και συνοδευόταν πάντα από όμορφες κοπέλες. Καλοντυμένος, λεπτός, γοητευτικός και με επιτηδευμένες κινήσεις γοήτευε το ακροατήριό του. Ήταν μοναχογιός, ενώ η οικονομική δυνατότητα που του παρείχε η οικογένειά του, του επέτρεπε να κινείται με άνεση.

Πέραν της δημοσιογραφικής εργασίας του έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα. Εξέδωσε τα βιβλία «Γαζίες» (διηγήματα, 1922), «Παλιές Αγάπες» (1928), «Ντολορίτα» (1929), «Ανθρώπινες μαριονέττες» (νουβέλα, 1929), «Κι οι ιστορίες αυτές τέλειωσαν έτσι» (1930), «Φιλημένη» (1931) και «Κυρία μου…» (μυθιστόρημα, 1931). Θεατρικά έργα του ανεβάστηκαν στη σκηνή και ήταν τα «Δημοσιογράφος Βεργής» (τρίπρακτο δράμα, 1929), «Διαζύγιο» (τρίπρακτη κομεντί, 1930), «Μαριονέττες» και τα μονόπρακτα «Η κούνια» (1930), «Η λέξις που του χρειαζότανε» (1931) και «Ο κ. υπαστυνόμος» (1931).

Διηγήματά του μεταφράστηκαν στα γαλλικά. Το πιο συνηθισμένο θέμα του ήταν η ερωτική ψυχολογία της γυναίκας και το ύφος του ήταν επιμελημένο. Διηύθυνε το περιοδικό «Εβδομάς» και εργάσθηκε στην εφημερίδα «Ελληνικόν Μέλλον» μέχρι τον θάνατό του. Από την εφημερίδα που εργαζόταν μέχρι τις τελευταίες ημέρες του, το «Ελληνικόν Μέλλον», φρόντισε να τον ξεπροβοδίσει και ο Διονύσιος Κόκκινος περιγράφοντας τη νεανική του αλκή και διάθεση για ζωή.

Είναι σχεδόν απίστευτος ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε το τέλος του ο Ντόλης Νίκβας και το κατέγραψε ο συνάδελφός του Σπύρος Α. Μεταξάς. Αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα υγείας και προγραμμάτισε την εισαγωγή του στο νοσοκομείο για να υποβληθεί σε αναπόφευκτη εγχείρηση της οποίας η έκβαση ήταν όλως αμφίβολη. Την προηγουμένη πήγε στην εφημερίδα του, εργάσθηκε κανονικά και αποχαιρέτησε τους συναδέλφους του χαμογελαστά και λέγοντας —Γεια σας παιδιά, δεν θα με ξαναδείτε! Μέχρι την τελευταία στιγμή, με το ατέλειωτο κέφι του, έδινε δύναμη και συμβουλές σε οικείους και φίλους. Φρόντισε να είναι φρεσκοξυρισμένος, ζήτησε το σμόκιν του και ύστερα έκλεισε τα μάτια και αναχώρησε από τον μάταιο κόσμο.

Παρά το γεγονός ότι γράφεται με επιμονή πως έφυγε από τη ζωή το 1937, ο νεορομαντικός λόγιος άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο «Ο Ευαγγελισμός» στις 5 Απριλίου 1936, σε ηλικία 33 ετών. Δεν παρέλειψε να θυμηθεί, στις τελευταίες στιγμές του, την Ένωση Συντακτών στην οποία άφησε το ποσόν των 50.000 δραχμών. Ο πατέρας του Νικόλαος Βασιλειάδης δεν άντεξε τον χαμό του μόνου παιδιού του και τον ακολούθησε σύντομα στον τάφο. Έμεινε πίσω η μητέρα του Ευαγγελία, η οποία όσο ζούσε πραγματοποιούσε κάθε χρόνο το μνημόσυνό του. Η ΕΣΗΕΑ προκήρυξε διαγωνισμό επ’ ονόματί του (1937) για τη συγγραφή της ιστορίας του Ελληνικού Τύπου, τον οποίο κέρδισε ο καθηγητής και ιστοριοδίφης Τρύφων Ευαγγελίδης.