Το ιστορικό συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης (1904)

Πυροδότησε τον μεγαλειώδη Μακεδονικό Αγώνα

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Τον Φεβρουάριο 1904 πραγματοποιήθηκε στις κεντρικές οδούς της Θεσσαλονίκης ένα πρωτοφανές συλλαλητήριο, το οποίο συνέβαλε καθοριστικά στις εξελίξεις που ακολούθησαν και στο ξέσπασμα του Μακεδονικού Αγώνα. Ο ελληνοχριστιανικός πληθυσμός της Μακεδονίας ξεσηκώθηκε αντιδρώντας στην εγκληματική δράση των Κομιτατζήδων αλλά και εμμέσως, εναντίον του εφησυχασμού της πολιτικής ηγεσίας της Ελλάδας (:Πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης) και της Εκκλησίας.

 

 

Χιλιάδες άνθρωποι ξεχύθηκαν στον Φαρδύ Δρόμο (Εγνατία Οδό) και στην οδό Χαμιντιέ (Εθνικής Αμύνης), στέλνοντας το μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση πως δεν επρόκειτο να παρακολουθούν αμέτοχοι την εξόντωση του Ελληνικού στοιχείου. Οι πάσης φύσεως προσπάθειες και εκ μέρους της Εκκλησίας για την αποτροπή οργάνωσης του συλλαλητηρίου απέτυχαν. Αντιθέτως η κινητοποίηση και η οργάνωση στέφθηκαν με απόλυτη επιτυχία, τα σχόλια του αθηναϊκού Τύπου ήταν διθυραμβικά και τα αποτελέσματα εξαιρετικά.

Το μακροσκελές Ψήφισμα του συλλαλητηρίου, αποτελεί πλέον γραπτό ιστορικό μνημείο για την ιστορία του τόπου. Η ελληνική κυβέρνηση, η οποία στον απόηχο της ήττας του 1897 τηρούσε αποστάσεις, υποχρεώθηκε να αναθεωρήσει τη στάση της στέλνοντας τέσσερις αξιωματικούς, μεταξύ των οποίων και ο Παύλος Μελάς, για να μελετήσουν την κατάσταση.

Οδός Χαμιντιέ (Εθνικής Αμύνης), επιστολικό δελτάριο των αρχών του 20ού αιώνος.

Η αδιαφορία

Ήταν η εποχή που οι Βούλγαροι έδειχναν το πλέον απάνθρωπο και άνανδρο πρόσωπό τους, προβαίνοντας σε πρωτοφανή κακουργήματα εναντίον του ελληνοχριστιανικού στοιχείου. Οι αγανακτισμένοι Έλληνες, λοιπόν, αποφάσισαν να διαδηλώσουν μέσα στη Θεσσαλονίκη, προειδοποιώντας ότι θα προέβαιναν σε αντεκδικήσεις και αυτοδικίες. Όπως έχει επανειλημμένως διατυπωθεί, τον πόλεμο του 1897 ακολούθησε αδιαφορία εκ μέρους των ελληνικών κυβερνήσεων, οι οποίες, απασχολημένες με σοβαρά εσωτερικά ζητήματα, είχαν εγκαταλείψει την άμυνα του ελληνισμού της Μακεδονίας εις χείρας των αντιδράσεων των Βουλγάρων.

Οι τελευταίοι, χρησιμοποιώντας ως πρόφαση την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τον τουρκικό ζυγό, κατέτρεχαν κάθε ελληνικό στοιχείο προσπαθώντας να αιφνιδιάσουν την Ελλάδα, όπως είχαν επιτύχει λίγα χρόνια νωρίτερα με την Ανατολική Ρωμυλία. Οι ελληνικές κυβερνήσεις άργησαν να συνέλθουν από την καταστροφή του 1897 και τα σκληρά οικονομικά μέτρα που ακολούθησαν με την εγκατάσταση στη χώρα μας της Διεθνούς Οικονομικής Επιτροπής. Το βάρος έπεφτε πλέον στις οικονομικές συνθήκες και την αντιμετώπισή τους, με αποτέλεσμα να αποφεύγεται εκ μέρους της Ελλάδος οιαδήποτε κίνηση μπορούσε να εκληφθεί ως εχθρική πράξη προς την Τουρκία και να κλονίσει την Συνθήκη που είχε υπογραφεί. Μόνον από το 1901 άρχισε εκ νέου να δίδεται κάποια μικρή ενίσχυση στις ελληνικές κοινότητες και μόνο για τα σχολεία και τις εκκλησίες οι οποίες ουσιαστικώς τα συντηρούσαν.

Εξέγερση Ίλιντεν

Είχαν πλέον αποκλειστεί οι σκέψεις περί αποστολής ανδρών, οπλισμού και σωμάτων στη Μακεδονία. Οπότε το πεδίο αφέθηκε ελεύθερο κατά τη διετία 1902-1903, στην δραστήρια προπαγάνδα των Βουλγάρων και στη διάκριση των κομιτατζήδων. Τα κομιτάτα τους συνέχιζαν τη δολοφονική δράση τους εναντίον των Ελλήνων, αυτή τη φορά όχι για να τους υποτάξουν, αλλά με το πρόσχημα να τους αποσπάσουν από την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία και να τους υπαγάγουν στο Βουλγαρικό Σχίσμα. Ακολουθούσαν ωστόσο την παραδοσιακή τακτική τους και οργανωμένοι σε συμμορίες, κακοποιούσαν και δολοφονούσαν τον πληθυσμό.

Τι είχε συμβεί; Είχε σημειωθεί (Αύγουστος 1903) η αποκαλούμενη «Εξέγερση του Προφήτη Ηλία Μεταμορφώσεως (:Ιλιντεν)», την οποία οι Σκοπιανοί γιορτάζουν ως εθνική επέτειο. Στον απόηχο του 1897 βουλγαρόφιλοι και σλαβόφωνοι προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τις περιστάσεις και προετοίμασαν μεθοδικά τις κινήσεις ώστε ανήμερα του Προφήτη Ηλία, το 1903, εμφανίστηκαν να εξεγείρονται καταλαμβάνοντας κωμοπόλεις και χωριά. Ήταν περίοδος κατά την οποία, όπως ήδη αναφέρθηκε, η Ελλάδα είχε ουσιαστικώς αποδυναμωθεί και διακρινόταν για την πολιτική, διοικητική και στρατιωτική εσωστρέφειά της.

«Συμφωνία Μυρστέγης»

Ακολούθησε η Συμφωνία της Μυρστέγης (Mürzsteg Agreement), τον Οκτώβριο 1903, η οποία υιοθετήθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις (Γερμανία, Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία) και προέβλεπε την επιβολή μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Αγγλία δέχτηκε το κείμενο, αλλά εξέφρασε επιφύλαξη, ενώ η Γερμανία εξέφρασε την αντίθεσή της σε οιαδήποτε μείωση της κυριαρχίας του Σουλτάνου. Το νέο σχέδιο προέβλεπε δύο Ευρωπαίους πολιτικούς συμβούλους για τον Τούρκο Γενικό Διοικητή των Ευρωπαικών Βιλαετίων Χιλμή Χουσεΐν Πασά (Ρώσο και Αυστριακό), αναδιοργάνωση της Χωροφυλακής, στην οποία κατετάσσοντο και χριστιανοί, οι οποίοι θα συμμετείχαν πλέον και στη διοίκηση των βιλαετίων.

Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι ένα άρθρο (3) προέβλεπε ότι η τουρκική κυβέρνηση, όταν ησύχαζαν τα πράγματα, θα προέβαινε σε εσωτερική διαρρύθμιση των ορίων βιλαετίων, σαντζακίων και καζάδων. Σκοπός ήταν η επίτευξη της όσο το δυνατόν καλύτερης ομοιογενούς κατανομής των εθνοτήτων της περιοχής. Οπότε Έλληνες, Βούλγαροι και Σέρβοι επεδίωκαν πλέον να ισχυροποιήσουν τη θέση τους με την προοπτική ενός ενδεχομένου μελλοντικού διαμελισμού. Μεταξύ άλλων βάση για τη διάκριση των πληθυσμών ετίθετο η εκκλησία και όχι η γλώσσα. Οπότε η Ελλάδα εξέφραζε την ικανοποίησή της για τη Συμφωνία εκείνη που ήταν σαφώς ο προπομπός για την εφαρμογή ευρύτερων προγραμμάτων.

 

Η Οργανωτική Επιτροπή

Δεν επιδείκνυε όμως και πρακτικά το ανάλογο ενδιαφέρον, οπότε τα ληστρικά κομιτάτα επιδόθηκαν σε ανηλεή αγώνα προς απόσπαση περισσότερων κοινοτήτων στο Βουλγαρικό Σχίσμα, ώστε να παρουσιαστεί ως βουλγαρική η πλειονότητα. Κάθε προσπάθεια αποτροπής των βιαιοτήτων αποτύγχανε, το κλίμα τρομοκρατίας απλωνόταν όλο και περισσότερο και πολλές ελληνικές κοινότητες βρέθηκαν σε κίνδυνο. Ιδιαιτέρως η ακμάζουσα οικονομικώς και κοινωνικώς ελληνική κοινότητα της Θεσσαλονίκης ήταν εκείνη που αντιδρούσε καταδικάζοντας την απάθεια στα όργια των κομιτατζήδων.

Βρισκόμαστε στον Φεβρουάριο 1904 και σπουδαίοι Θεσσαλονικείς αποφασίζουν να δράσουν. Σχηματίστηκε Οργανωτική Επιτροπή αποτελούμενη από τέσσερις δικηγόρους, τους Κωνσταντίνο Στ. Τάττη, Ιωσήφ Αδαμίδη, Σπύρο Τζαμτζή και Αθανάσιο Γ. Βόγα και τρεις διακεκριμένους πολίτες, τους Κωνσταντίνο Α. Φωκά, Αθανάσιο Π. Καλλιδόπουλο και Μιχαήλ Τσοπάνογλου. Οι άνδρες αυτοί ύψωσαν το ανάστημά τους και διαμαρτυρήθηκαν προς την Πύλη για τα εγκλήματα που διέπρατταν οι Βούλγαροι εναντίον του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας, στέλνοντας ταυτοχρόνως και το μήνυμα στην Αθήνα για την ένοχη σιωπή της στα τεκταινόμενα.

 

Η διαδήλωση

Ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ο Αλέξανδρος Β΄, ο Ρηγόπουλος, πιεζόμενος από τις τουρκικές Αρχές, εμφανιζόταν διαλλακτικός, συνιστώντας την αποτροπή της διαδήλωσης. Έλεγε πως ο Βαλής δεν συμμεριζόταν την απόφαση της κοινότητας και θα αρκείτο στο ψήφισμα, το οποίο θα εξεδίδετο θεωρώντας ταυτοχρόνως «ως λαβούσαν χώραν την διαδήλωσιν». Αλλά οι συστάσεις του Παναγιώτατου ήταν εμφανώς εκ καθήκοντος. Η Κοινότητα θεωρούσε πως δεν έπρεπε να τις εισακούσει, διότι η θέση του Μητροπολίτη ήταν εξαιρετικά λεπτή. Έτσι χιλιάδες Ελλήνων ξεχύθηκαν στον Φαρδύ Δρόμο (Εγνατία Οδό).

Μέσω της οδού Χαμιντιέ (Εθνικής Αμύνης), πέρασαν μπροστά απ’ όλα τα προξενεία και κατευθύνθηκαν στη Μητρόπολη κραυγάζοντας συνθήματα όπως «Κάτω οι δολοφόνοι» και «Κάτω οι Βούλγαροι». Η διαδήλωση, σύμφωνα με τα μέτρα της εποχής, υπήρξε μεγαλειώδης. Όλα τα ελληνικά καταστήματα ήταν κλειστά. Η συγκέντρωση χιλιάδων ανθρώπων κάτω από το Μητροπολιτικό Μέγαρο περιγράφεται από τις αθηναϊκές εφημερίδες με λαμπρά χρώματα για τη ζωντάνια και τον παλμό της. Αντιπροσωπεία επισκέφτηκε τον Μητροπολίτη, ο οποίος δεν απέφυγε τον πειρασμό να χαιρετήσει τους διαδηλωτές από τον εξώστη και να τους διαβεβαιώσει πως τα αιτήματά τους θα εισακούονταν.

Το Ψήφισμα

Η ουσία της κινητοποίησης του Φεβρουαρίου 1904 αποτυπώθηκε στο Ψήφισμα το οποίο επιδόθηκε στον Μητροπολίτη και έφτασε στα χέρια του Βαλή αλλά και των Μεγάλων Δυνάμεων. Έφερε διακόσιες σφραγίδες όλων των αδελφοτήτων, σωματείων, συντεχνιών, των εκκλησιών και της δημογεροντίας. Εκφράζονταν διαμαρτυρίες για τις καθημερινώς διαπραττόμενες δολοφονίες από τους θηριώδεις κομιτατζήδες και για το κλίμα τρομοκρατίας που είχε απλωθεί σε όλη τη Θεσσαλονίκη. Κατήγγελλαν τις ανθελληνικές βάνδαλες πράξεις και συνιστούσαν τη λήψη αυστηρών μέτρων προς περιφρούρηση των ελληνικών κοινοτήτων. Επίσης, με ύφος δριμύ και εξαιρετικά αυστηρό κατήγγελλαν πως πολλοί υπάλληλοι δεν επιτελούσαν ευόρκως τα καθήκοντά τους.

Ανέφερε ότι «Ως τοις πάσι γνωστόν, από τινών ετών, το ομόδοξον ελληνικόν στοιχείον υφίσταται συστηματικόν και απηνή καταδιωγμόν υπό διοργανουμένων επί τούτω βουλγαρικών συμμοριών, εκ Βουλγαρίας ορμωμένων γνωστόν υπό το όνομα “Κομιτάτα”, όστις διωγμός τείνει να καταστήση προβληματικήν την ύπαρξιν ημών εν τη χώρα ταύτη, εις την οποίαν γνωστή είναι η εκ παλαιοτάτων χρόνων πρωτεύουσα και εκπολιτιστική θέσις ημών.

»Δια του πρωτοφανούς αγρίου τούτου εν τη ιστορία των Εθνών φυλετικού καταδιωγμού επεδιώχθη και επιδιώκεται απανθρώπως προ των ομμάτων του πεπολιτισμένου κόσμου, ουδέν πλέον ουδέν έλαττον, ή η εξόντωσις της ημετέρας φυλής από της χώρας ταύτης. Διότι τις δύναται να αμφισβητήση ότι καθ’ εκατοντάδας όλας αριθμούνται οι ιεροί ναοί και τα Μοναστήρια, τα οποία βία και ατιμωρητεί ως επί το πλείστον, ήρπασαν αφ’ ημών και εσφετερίσθησαν, και άτινα ανέκαθεν και εξ αρχής ανήκον τη ημετέρα εκκλησία, και τω Γένει ημών;».

Στη συνέχεια, απεικονιζόταν λεπτομερώς η εγκληματική δράση των κομιτάτων, δηλωνόταν η πίστη στην νομιμότητα που είχαν επιδείξει οι Έλληνες, αλλά και η απογοήτευση που πλημμύριζε τις ψυχές τους, διότι οι ελπίδες τους δεν δικαιώθηκαν και οι εγκληματίες είχαν αποθρασυνθεί. Οι Έλληνες δήλωναν φιλήσυχοι πολίτες, τάσσονταν υπέρ της τάξης, της ειρήνης και της ησυχίας αλλά ταυτοχρόνως έκαναν λόγο περί αυτοδικίας «εις ην το αίσθημα της αυτοσυντηρήσεως συνήθως εξωθεί τον άνθρωπο». Εν ολίγοις δήλωναν αποφασισμένοι να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που έκλεινε την ανταπόκρισή του με τα γεγονότα του συλλαλητηρίου Θεσσαλονίκης ο Νικόλαος Φιλιππίδης γράφοντας με κεφαλαία γράμματα πως «ο ελληνικός πληθυσμός ανεθάρρησε μεγάλως και είναι έτοιμος εις πάσαν αυτοδικίαν πλέον αν τα εγκλήματα του κομιτάτου δεν παύσωσιν».

Η «κομματική μούχλα»

Όσο συνέβαιναν αυτά στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα ζούσαν σε άλλη… σφαίρα. Ετοίμαζαν συλλαλητήρια εναντίον των στρατιωτικών δαπανών, τους φόρους και εν γένει την οικονομική κατάσταση. Αλλά «εκ της πρωτευούσης της Μακεδονίας εξορμήσασα υπερπηδά τα σύνορα του Ελληνικού Βασιλείου και φθάνει εις τας Αθήνας, εις την Ελλάδα όλην άλλη φωνή: Ζήτω ο Ελληνισμός!» έγραφαν οι εφημερίδες. Τα αποτελέσματα του συλλαλητηρίου εκείνου της Θεσσαλονίκης δεν έχουν ακόμη αποτιμηθεί. «Αληθώς είναι μέγα το γεγονός της Θεσσαλονίκης. Ούτε επίσης έχει αναδειχθεί, στον βαθμό που συνέβη, η επιρροή που άσκησε ο αντίκτυπος του συλλαλητηρίου και όσα ακολούθησαν στην σκέψη του σώφρονα Πρωθυπουργού Γεωργίου Θεοτόκη.

Γεώργιος Θεοτόκης

Η γενική κατακραυγή που εκδηλώθηκε μέσω του Τύπου εναντίον της κυβέρνησης ήταν εντυπωσιακή. Η πένα του Γρηγόρη Ευστρατιάδη ήταν εκείνη που αναλάμβανε να στείλει το μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση. «Δεκαπέντε χιλιάδες δούλοι Έλληνες της Θεσσαλονίκης συγκροτούν διαδήλωσιν κατά των φονέων του Ελληνισμού εις τα όμματα της διπλωματίας. Η απεγνωσμένη φωνή της γενναίας ελληνικής κοινότητος (απευθύνεται) προς την Ευρώπην. Αλλά προς την Ευρώπην αμέσως αποτείνεται η μεγάλη αυτή φωνή του σφαζομένου Έθνους; Ή διέρχεται πρώτον εξ Ελλάδος και μας ραπίζει; Ή απευθύνεται προς το ελεύθερον Κράτος, το οποίον η δημοκοπία μερικών πατριωτών μάχεται την στιγμήν αυτήν ν’ αποσπάση βιαίως και οριστικώς από την ελληνικήν ιδέαν;».

Είναι γνωστό πως ο Γ. Θεοτόκης δεν ήταν προσανατολισμένος προς έναν ένοπλο αγώνα ο οποίος θα περιέπλεκε την Ελλάδα σε νέα περιπέτεια με την Τουρκία. Αλλά η αντίδραση που προκλήθηκε δεν μπορούσε να τον αφήσει αδιάφορο. Ως πρώτο μέτρο κρίθηκε η άμεση αντικατάσταση των προξένων στη Μακεδονία και η απομάκρυνση εκείνων που τηρούσαν αδιάφορη στάση. Περισσότερο ακόμη διότι οι εκθέσεις τους δεν ήταν ακριβείς και δεν περιείχαν ορθές εκτιμήσεις της πραγματικής κατάστασης.

Ο Μακεδονικός Αγώνας

Ταυτόχρονα αποφασίστηκε η αποστολή στη δυτική Μακεδονία επιτροπής, αποτελούμενης από τέσσερις αξιωματικούς, οι οποίοι κλήθηκαν να μελετήσουν επί τόπου την κατάσταση. Έπρεπε να εκτιμήσουν εάν απαιτείτο η ενίσχυση σε μέσα και προσωπικό των υπηρεσιών που διέθετε η Ελλάδα. Επικεφαλής τέθηκε ο Αλέξανδρος Κοντούλης, στρατηγός αργότερα στην Μικρά Ασία, ο Παύλος Μελάς, ο μετέπειτα Αρχιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας και ο Γεώργιος Κολοκοτρώνης.

Στα τέλη Φεβρουαρίου 1904 συναντήθηκαν στο Βελμίστι κοντά στα σύνορα. Οι εξελίξεις είναι, λίγο έως πολύ, γνωστές. Επέστρεψαν, καταθέτοντας διαφορετικές προτάσεις και εκτιμήσεις. Τον Ιούνιο πλέον του ιδίου έτους η Κυβέρνηση Γ. Θεοτόκη κατέληγε στην απόφαση οργάνωσης σωμάτων, ενώ τα προξενεία έδιδαν πλέον καθαρή εικόνα της κατάστασης. Τόνιζαν την ανάγκη συντονισμένης δράσης. Η κυβέρνηση δίσταζε ακόμη. Η ευθύνη ενδεχομένης ρήξης με την Τουρκία, την οδηγούσε να αφήσει την πρωτοβουλία σε ιδιώτες και οργανώσεις. Εξάλλου, αφυπνίστηκε και η Αθήνα. Περίπου 3 μήνες αργότερα πραγματοποιήθηκε συλλαλητήριο στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Ακολούθησε το μεγαλείο του Μακεδονικού Αγώνα.